- σουσούμι
- το примета, характерная черта, отличительный признак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουσούμι — το, Ν 1. διακριτικό γνώρισμα, σημάδι («δράκου σουσούμιν έχει», Ερωτόκρ.) 2. το σύνολο τών χαρακτηριστικών τού προσώπου 3. παρατσούκλι, παρωνύμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συσσήμιον, υποκορ. τού μτγν. σύσσημον «συνθηματικό σημείο» (< σύν +… … Dictionary of Greek
σουσούμι — το χαρακτηριστικό του προσώπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλοσούσουμος — η, ο αυτός που έχει αλλοιωμένα χαρακτηριστικά, αλλιώτικος στην όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + σουσούμι] … Dictionary of Greek
παρασούσουμος — η, ο αυτός που έχει παραμορφωμένα τα χαρακτηριστικά τού προσώπου, τα σουσούμια, που έχει ελαττωματική διάπλαση τού προσώπου, δύσμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σουσούμι «διακριτικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό»] … Dictionary of Greek
σουσουμιάζω — Ν [σουσούμι] 1. περιγράφω τα χαρακτηριστικά κάποιου 2. εξαίρω, τα ωραία χαρακτηριστικά κάποιου … Dictionary of Greek